έμπειρος

έμπειρος
η , ο [ος , ον ] опытный, свёдующий, искушённый;

έμπειρος της πολιτικής — искушённый в политике


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "έμπειρος" в других словарях:

  • ἔμπειρος — experienced masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έμπειρος — η, ο (AM ἔμπειρος, ον) αυτός που έχει αποκτήσει πείρα σε τέχνη, επιστήμη κ.λπ. («έμπειρος γιατρός», «θαλάσσης ἐμπειρότατοί εἰσι», Θουκ.) αρχ. μσν. (το ουσ. ως ουδ.) τὸ ἔμπειρον η εμπειρία, η πείρα που έχει αποκτηθεί αρχ. 1. ο ειδικός, ο… …   Dictionary of Greek

  • έμπειρος — η, ο που έχει πείρα σε κάτι, που έχει μεγάλη πείρα, πεπειραμένος, εξασκημένος: Έμπειρος χειρουργός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐμπειρότερον — ἔμπειρος experienced adverbial comp ἔμπειρος experienced masc acc comp sg ἔμπειρος experienced neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπειροτάτων — ἔμπειρος experienced fem gen superl pl ἔμπειρος experienced masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπειροτέρων — ἔμπειρος experienced fem gen comp pl ἔμπειρος experienced masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπειρότατα — ἔμπειρος experienced adverbial superl ἔμπειρος experienced neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπειρότατον — ἔμπειρος experienced masc acc superl sg ἔμπειρος experienced neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπείρω — ἔμπειρος experienced masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἔμπειρος experienced masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπείρως — ἔμπειρος experienced adverbial ἔμπειρος experienced masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔμπειρον — ἔμπειρος experienced masc/fem acc sg ἔμπειρος experienced neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»